Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε μια Χιονάτη
από τις πολλές Χιονάτες του κόσμου μας.
Τις απλές, τις καθημερινές, τις συνηθισμένες.
Και μια κακιά μάγισσα. Ένας ύπουλος καθρέπτης.
Επτά μικροί νάνοι. Ένας μοναχικά χαμένος
στην αναζήτηση της αγάπης πρίγκιπας,
ένας νεκρός ζάμπλουτος πατέρας
– ως όφειλε (δυστυχώς)
στα παραμύθια εκείνης της εποχής-
και ένα απλό μήλο.
Κατακόκκινο, ζουμερό και ταυτόχρονα
ελκυστικά θανατηφόρο.
Σε κάποια άλλη «φορά και ένα καιρό»
λίγο πιο πρόσφατη, υπήρχε ένας πατέρας,
ένας από τους πολλούς του κόσμου μας,
που δεν έμοιαζε με Χιονάτη, χαμένος παραμονές Χριστουγέννων σε μια μαγευτική πόλη
με σήμα ένα ποταμό να την αγκαλιάζει,
αν και όχι πρίγκιπας, ταγμένος όμως
στην αναζήτηση της αγάπης,
καθόλου ζάπλουτος, χωρίς γενικά
καθρέπτες συμμάχους στην ζωή του,
αντιμέτωπος με ένα κατακόκκινο ζουμερό μήλο.
Σαν το μήλο του παραμυθιού.
Έτοιμο να το αρπάξεις και να του δώσεις
την πιο δυνατή σου δαγκωματιά
αρνούμενος ότι κάτι τόσο γλυκό και ελκυστικό
μπορεί να σου κάνει θανατηφόρο κακό,
εκτός και αν έχεις πραγματική ανάγκη
από ιατρική υποστήριξη και ινσουλίνη.
Μητριά δεν υπήρχε. Ούτε μικροί νάνοι.
Είχαν πέσει θύματα της τρόικας.
Ευτυχώς υπήρχε το μήλο και η Χιονάτη.
Στον πιο σύγχρονο ρόλο της βέβαια.
Ως κόρη μου χωρίς νεκρό πατέρα
(ως οφείλει – ευτυχώς- στα παραμύθια της εποχής μας)
και με μηδέν ίχνος ζαχάρου.
(Εγώ -αυτή δεν ξέρω.)
photo via
Πέρυσι, σε ένα ταξίδι για λόγους δουλειάς,
λοιπόν, στην πόλη που τον ποταμό της λένε Σηκουάνα,
δεν άντεξα την πρόκληση. Λίγο τα Χριστούγεννα,
λίγο η παρέα, άνοιξα διάπλατα το στόμα
και ρίσκαρα να δαγκώσω ένα τεράστιο
καραμελωμένο μήλο, το πρώτο της ζωής μου,
περιμένοντας να ακούσω το κρακ,
ευχόμενος να σπάσω το μήλο και όχι τα δόντια μου.
Ευτυχώς το ματς έλειψε υπέρ εμού.
Τουλάχιστον όσον αφορά το μήλο.
Ερχόμενος στην πατρίδα και εξιστορούμενος
τις εντυπώσεις μου από το ταξίδι, μια πολύ καλή
και υπομονετική φίλη -η κυρία που ανά δεύτερη βδομάδα μου καθαρίζει το σπίτι- ακούγοντας με να λέω
την ιστορία για τα κατακόκκινα μήλα στα παιδιά,
άνοιξε τα μπαούλα της, και φρόντισε
να με προμηθεύσει με την συνταγή
των κατακόκκινων μήλων που ο Παριζιάνος
προ-προ-προ-πάππους της (ο μέγας σεφ Raliar
ή κάπως έτσι) είχε αφήσει μαζί με άλλα σκονισμένα
πράγματα σε μια γωνιά του παταριού της,
δίνοντάς μου έτσι την ευκαιρία
να προσπαθήσω να τα φτιάξω και να εντυπωσιάσω Χριστουγεννιάτικα τους μικρούς
πρωταγωνιστές της ζωής μου,
προκαλώντας τους στο ρίσκο του δαγκώματος .
Πάει κάπως έτσι λοιπόν:
Πλένεις τα μήλα και τους καρφώνεις καλαμάκια.
 
Προετοιμάζεις την καραμέλα ως εξής:
200grΓλυκόζη.
200gr Νερό
Χρώμα ζαχαροπλαστικής
500 grζάχαρη.
Τα βάζεις όλα σε μια κατσαρόλα,
χωρίς να ανακατέψεις.
 
Χώνεις μέσα και ένα πρόχειρο
θερμόμετρο ζαχαροπλαστικής και περιμένεις
να βράσει και να φτάσει στους 147 βαθμούς Κελσίου.
 
Το αφήνεις να ηρεμήσει,
βουτάς τα μήλα και τα αφήνεις
να στεγνώσουν σε αντικολλητικό χαρτί.

Στεγνώνουν- Μοιράζεις– Voila:
 
Στην αρχή έκανα επτά μήλα.
Λέω τρία τα παιδιά και ένας εγώ τέσσερις.
Να χεις και τρία περίσσια μην έρθει κάνας άνθρωπος
μέρες που είναι. Ένας κουραμπιές,
ένα μήλο τον έγκωσες τον άνθρωπο.
Από τα επτά μήλα τα έξι τα πήρε η «Χιονάτη ΜΟΥ»
για τις φίλες της. Ο μικρός δάγκωσε το άλλο
και ο μεσσαίος …. δάγκωσε τον μικρό
που δάγκωσε το ……άλλο.
Λέω δεν βαριέσαι παιδιά είναι.
Έκανα άλλα πέντε.
Τα πήρε η κόρη «Χιονάτη ΜΟΥ» για να τα δώσει
στους φίλους στα αγγλικά,
προτού το αντιληφθούν οι άντρες της ιστορίας,
στέλνοντάς μου ένα πολύ γλυκό μήνυμα με το κινητό, προφανώς φοβούμενη να πλησιάσει σε ακτίνα δράσης. «Μπαμπάκα (λέξη πασπαρτού για κάθε σύγχρονη συνηθισμένη Χιονάτη που σέβεται τον εαυτό της) υποσχέθηκα στην τάξη μου να τους μοιράσω μήλα.
Είκοσι τρία».
Έτσι έκανα τριάντα, σκεπτόμενος πλέον σοβαρά
να απολύσω την κυρία που μου καθαρίσει
το σπίτι γιατί ανοίγει μπαούλα που δεν πρέπει,
τραβώντας μάλιστα και φωτογραφικά ντοκουμέντα
τα οποία σας παραθέτω.
Και τα υπολείμματα γλειφιτζούρια:
 
Αποτέλεσμα? Ο μεσαίος, τελικά, δεν έφαγε μήλο.
Ο μικρός δάγκωσε το αρχικό
και την έπεσε στα γλειφιτζούρια .
Η μεγάλη πήρε και τα τριάντα των οποίων
χαθήκαν δια παντός τα ίχνη.
all photos by Ξυλάς
Όσο αφορά την κυρία που μου καθαρίζει το σπίτι,
ποιος ξέρει τι σταυρό κουβαλάει και αυτή η καψερή
που ξεκινά απ’ τα αξημέρωτα αφήνοντας τα παιδιά της
με προ-μαγειρεμένο χτεσινό φαί για να ασχοληθεί με εμένα , μου έριξε το πιο ψυχρό, το πιο απογυμνωτικό,
βλέμμα που μπορεί να ρίξει άνθρωπος σε άνθρωπο,
μόλις αντίκρισε το πασπαλισμένο με καραμέλα χαλί μου
και τον υπέροχο νεροχύτη που της είχα φτιάξει.
Αυτό που λέει «πρόσεχε καλά γιατί κάποτε
δεν θα σε έχω ανάγκη. Ο γιός μου είναι δικηγόρος»,
μην αφήνοντάς μου, κυριολεκτικά, περιθώριο
για άλλες συνταγές και άλλα παραμύθια.
 
Καλά Χριστούγεννα!
Το άρθρο έγραψε ο Ξυλάς… ένας μπαμπάς τριών παιδιών
που αρνείται να μείνει «μεταξεταστέος» στην ζωή των παιδιών του.

One Comment

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *