Μπαμπαδο..διαβάσματα: Οι Αστερίες του Ουρανού!

Πλησιάζει. Νιώθω την ανάσα του να χαιδεύει
τον γεμάτο άλατα αυχένα μου
και τους συνειδησιακούς ενοχικούς του ψιθύρους να βασανίζουν τα αυτιά μου.
Πάλι Χριστούγεννα μου λέει. Πάλι δέντρα, πάλι δώρα,
και πάλι κρίση. Λάθος  του λέω. Μόνιμα κρίση.
Βλέπεις αυτή η τελευταία  αιωρείται καθ όλη
την διάρκεια του έτους ως βάκιλος στην ατμόσφαιρα. Πάρα ταύτα όμως εγώ κάτι παθαίνω.
Αν είχε και πανσέληνο πολύ φοβάμαι ότι δεν θα μου άρεσε
το τελικό αποτέλεσμα αλλά πάντως κάτι παθαίνω.
Θες το ότι έχω τρία παιδιά, θες το ό,τι κάνω εγώ
από μόνος μου για τρία τουλάχιστον παιδιά, κάτι παθαίνω.

Οταν ήμουν μικρός πίστευα ότι τα αστέρια στον ουρανό γίνονταν περισσότερα αυτές τις μέρες.
Και οταν η γιαγιά μου, μου μίλησε για την ιστορία ενός φτωχού ψαρά που μάζευε όλους τους αστερίες που καρφιτσωνόντουσαν στα δίκτυα του αλλά δεν τους πετούσε με σκοπό να φωτίσει με αυτούς  τον ουρανό την μέρα των χριστουγέννων σαν δώρο για τα παιδιά του και τη γυναίκα του, πέρασα μία μακρά περίοδο πιστεύοντας ότι τα αστέρια είναι μικροί νεκροί αστερίες.
Ακόμα και τώρα καμιά φορά  το πιστεύω, έτσι σαν πρώτη σκέψη, μόλις το βλέμμα μου συναντηθεί με τον ουρανό των Χριστουγέννων. Όταν ο ψαράς της ιστορίας μας φώτιζε την νύχτα, την  μία και μοναδική, έπαιρνε την οικογένειά του,
και βγαίναν έξω στην αυλή,
(ευτυχώς το νησί μας ήταν απ’ την μεριά του Λιβυκού
άρα δεν έκανε δα και το τόσο κρύο
για ρομαντζάδα Δεκέμβρη μήνα),
και  παρατηρούσαν τα αστέρια.
Αυτό ήταν και το δέντρο τους εκείνη την εποχή.
Που χρήματα για στολίσματα και δώρα.
Αυτη η νύχτα ήταν όλη και όλη τους η γιορτή.
Μια γιορτή γεμάτη αγάπη. Και η αλήθεια είναι ότι ποτέ μα ποτέ δεν άκουσα τα παιδιά του να παραπονεθούν
ότι δεν περνούσαν  ευτυχισμένα Χριστούγεννα. 
Τώρα βέβαια το να κάνω κάτι αντίστοιχο με τα τρία μου βλαστάρια, στο κέντρο της Αθήνας πάνω σε μία ταράτσα περικυκλωμένος από ηλιακούς και κεραίες τηλεοράσεων μάλλον θα είχε ως αποτέλεσμα την άμεση εισαγωγή μου σε κανένα άσυλο χρονίων ψυχικών νοσημάτων.
Ασε δε που ποτέ δεν έμαθα πως πετάς τους αστερίες
στον ουρανό και  πως αυτοί κολάνε.
Πέθανε η γιαγιά, μεγάλωσα και  εγώ άστα να πάνε.
Χάθηκε η μαγεία και πήρε το μυστικό μαζί της.
Ο μικρός μου γιός όμως έχει ήδη αρχίσει να ανυπομονεί. Φταίω και εγώ λίγο γιατί όλο κάνω τον βαριεστημένο και όλο ψιλοπετάω  ατάκες του στυλ «πω πω τι δουλειά και αυτό το στόλισμα του δέντρου» ή « Μωρέ μπας και να μην στολίσουμε φέτος? Που να το κατεβάζω τώρα απο το πατάρι. Δεν βρίσκω και την σκάλα» ικανές για να τον κάνουν να αντιδράσει και να ανταπαντήσει με την αποστομωτική ατάκα « Όχι μπαμπά θα το στολίσουμε. Που θα βάλει ο Αι Βασίλης τα δώρα?»
«Ναι  μου ‘ρχεται να του πω. Αλλά με τι; Πέρυσι το στολίσαμε με ροδέλες  πορτοκάλια και κανέλλα. Φέτος με τι; Με λεμόνια και μπανάνες;»
Και εδώ μπαίνει ο ψαράς, αλλιώς …θα πήγαινε τσάμπα τόση εισαγωγή.
Πας λοιπόν στο κατάστημα της αδελφής σου με είδη δώρων και στολισμού και την πείθεις να σου χαρίσει  μια σακούλα αστερίες.
Αγοράζεις σπρέυ και ενημερώνεις τον μικρό ότι ήρθε η ώρα που τόσο καιρό λαχταρούσε. Να βάψει το σύμπαν. Ο μικρός στην ιδέα ότι θα βάψει κάτι, το ο,τιδήποτε, κρέμεται αποσβολωμένος από τα χείλη σου ακριβώς  όπως οι πιστοί στον Μωυσή, όταν αυτός κατέβαινε από το βουνό γκαβατζωμένος τις δέκα εντολές .
Απλώνεις τους αστερίες  πάνω σε κάτι που δεν θες
π.χ. ύφασμα, κουρτίνες στο χρώμα που μισούσε κ.λ.π.
σε ανοικτό χώρο.
 
Σιγουρεύεσαι ότι το στόμιο του σπρέυ
είναι στην σωστή πλευρά και αρχίζει το γλέντι.

 

Ούτε σε λούνα πάρκ να τον πήγαινα. Τσακώθηκε πάνω από δυό φορές με την ξαδέλφη του που το μυρίστηκε και ήθελε και αυτή να βάψει. Με απείλησε κάνα δυο ακόμα ότι αν της επιτρέψω να βάψει θα δω εγώ. Εγώ της επέτρεψα. Και μετά δεν είδα τίποτα. Απλώς ηρέμησε. Την περισσότερη ώρα μου την πέρασα στο  να παρακολουθώ επίμονα  το στόμιο  του σπρέυ προσπαθώντας να εξηγήσω στα πιτσιρίκια ότι  όταν λέμε χρυσό παιδί αυτό δεν έχει να κάνει με το χρώμα του αλλά με τις πράξεις του.
 Μετά το στέγνωμα ακολούθησε το εύκολο κομμάτι.
Δέσιμο με κλωστή και …….

…….φυσικά το στόλισμα.

 
  Κάπου εδώ τελειώνει και η δική μου ιστορία με τα παιδιά.

Δεν τελειώνει όμως εδώ και η ιστορία του ψαρά.
 
Η γιαγιά συνέχιζε την αφήγηση. Και έτσι όταν τα χρόνια περάσαν η μοίρα το έφερε να χαθεί η γυναίκα του πρωταγωνιστή μας. Κάθε χρόνο όμως την μέρα των Χριστουγέννων, όταν αυτός πετούσε τα άστρα στον ουρανό, η αγαπημένη του  από εκεί ψηλά, έκλεβε τις ουρές από τους κομήτες και ζωγράφιζε με τις τροχιές τους τον ουρανό , σημάδι ότι τους εβλεπε και τους σκεφτόταν.
Με αυτό τον τρόπο η οικογένεια έμενε ενωμένη.
Το δέντρο μας λοιπόν, εν κατακλείδι τιμής ένεκεν στον ψαρά των παιδικών μου χρόνων και στην οικογένεια του, κατέληξε κάπως έτσι.

Ενωμένοι και φέτος λοιπόν.

Χρόνια πολλά!
 
Το άρθρο έγραψε ο Ξυλάς… ένας μπαμπάς τριών παιδιών

που αρνείται να μείνει «μετεξεταστέος» στην ζωή των παιδιών του.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *